Το Δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη

Το δικαίωμα υπεράσπισης, το οποίο συνιστά μία από τις θεμελιώδεις δικονομικές εγγυήσεις, που προστατεύουν τον κατηγορούμενο, κατοχυρώνεται τόσο στο άρθρο 6 παρ.3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου)  όσο και στα άρθρα 14 παρ. 3 εδ. β΄ και δ΄ ΔΣΑΠΔ (Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα) και 11 παρ. 1 της ΟΔΔΑ (Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Έχει δε, υποστηριχθεί, ότι απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας και σεβασμού της ανθρώπινης αξίας. Το άρθρο 2 Σ (Συντάγματος) παραπέμπει στον απαραβίαστο πυρήνα της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Το εδάφιο γ΄ της τρίτης παραγράφου του άρθρου 6 ΕΣΔΑ συνιστά μία από τις εξειδικεύσεις των ελαχίστων εγγυήσεων, οι οποίες παρέχονται από την ΕΣΔΑ στον κατηγορούμενο. Το δικαίωμα αποτελεσματικής υπεράσπισης μέσω της εξασφάλισης συνηγόρου3 κατέχει σημαίνοντα ρόλο στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων και αποτελεί μία από τις συνηθέστερες αιτιάσεις ατομικών προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).

Καθίσταται αναγκαίο, αφενός μεν να εξειδικεύεται στο εθνικό δίκαιο του κράτους – μέλους ο τρόπος άσκησης από τον κατηγορούμενο του υπερασπιστικού δικαιώματος του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ, αφετέρου δε η πρόβλεψη του εθνικού δικαίου να είναι σύμφωνη με τον σκοπό και τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί μέσα από την νομολογία του ΕΔΔΑ. Ο σκοπός του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ είναι να συμβάλλει στην εξασφάλιση μιας δικαιοκρατικής διαδικασίας για τον κατηγορούμενο, η οποία συνιστά τόσο δικαίωμα όσο και αξίωση του τελευταίου, αλλά και αφετέρου στην προστασία των συμφερόντων και των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του από τυχόν αυθαιρεσίες εις βάρος του.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να έχει περατωθεί η διαδικασία για να είναι σε θέση το ΕΔΔΑ να κρίνει εάν έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄. Η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει μεν το δικαίωμα, αλλά ο τρόπος άσκησης αποτελεσματικής υπεράσπισης του κατηγορουμένου ρυθμίζεται από τον εθνικό νομοθέτη, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η εσωτερική νομοθετική ρύθμιση του κράτους – μέλους θα είναι εναρμονισμένη με τις επιταγές της ΕΣΔΑ.

 Η μη δυνατότητα υπεράσπισης και εκπροσώπησης του απόντος κατηγορουμένου από συνήγορο θα ήταν μέτρο δυσανάλογα επαχθές για τα δικαιώματά του. Το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ΄ αναγνωρίζει σε κάθε κατηγορούμενο το δικαίωμα υπεράσπισης από συνήγορο, χωρίς, όμως, να εξειδικεύει τις συνθήκες άσκησης του δικαιώματος, καθώς αφήνει στα συμβαλλόμενα κράτη την δυνατότητα να επιλέξουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικότερα μέσα, στο πλαίσιο των εθνικών δικονομικών συστημάτων. Δεν μπορούν, ωστόσο, τα μέσα αυτά να φθάνουν σε σημείο να καταργούν το θεμελιώδες δικαίωμα υπερασπίσεώς διά εκπροσωπήσεως από συνήγορο της επιλογής του στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος δεν εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο. Ο λόγος έγκειται στο ότι το δικαίωμα υπεράσπισης είναι υπέρτερο από το εύλογο ενδιαφέρον του νομοθέτη να αποθαρρύνει την αδικαιολόγητη και ηθελημένη απουσία του κατηγορουμένου.

Είναι ανεπίτρεπτη η προσπάθεια ικανοποίησης του κρατικού ενδιαφέροντος αυτοπρόσωπης εμφάνισής του μέσω της κατάλυσης ή της περιστολής του δικαιώματος ακρόασης και εκπροσώπησής του από συνήγορο, ως ένα είδος «στοχοποίησης» του κατηγορουμένου. Από την ανωτέρω διάταξη, καθίσταται σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ενσωματώσει η εσωτερική έννομη τάξη τις επιταγές της ΕΣΔΑ και ο βαθμός αφομοίωσης τους από τον εθνικό νομοθέτη υπόκεινται σε τελικό στάδιο στη διακριτική ευχέρεια του τελευταίου.

Κάθε παραίτηση από το δικαίωμα υπεράσπισης θα πρέπει να είναι οικειοθελής, να διατυπώνεται ρητώς, κατά τρόπον αναμφίβολο και σαφή και δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι συνάγεται από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Έτσι, ο κατηγορούμενος δεν χάνει το δικαίωμα αυτό από μόνο το γεγονός ότι ερημοδικεί.       Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να υφίσταται μια εύλογη σχέση  μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος εκπροσώπησης από συνήγορο και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, ήτοι της εξασφάλισης της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Την αρχή της αναλογικότητας μπορούμε να τη συνάγουμε από το άρθρο 25 παρ.1 Σ. Το εκάστοτε μέσο θα πρέπει να επιλέγεται με φειδώ και να μην προκαλεί δυσανάλογες απώλειες και υπερβολική ζημία στα δικαιώματα του κατηγορουμένου.

Εντούτοις, ένα σημείο που είναι αναγκαίο να τονισθεί είναι ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει αναγνωρίσει πλήρως και αδιακρίτως το δικαίωμα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο και, συνακολούθως, φυσικής απουσίας του. Αποτελεί βασική θέση του ΕΔΔΑ ότι δεν αντίκειται στη Σύμβαση η διενέργεια της δίκης in absentia (εν απουσία) του κατηγορουμένου, καθώς η εγγύηση του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ ικανοποιείται με μόνη τη γνώση από αυτόν της εις βάρος του κατηγορίας και της διεξαγωγής της εκτυλισσόμενης διαδικασίας. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη διαπίστωση ότι το ΕΔΔΑ ουδέποτε έκανε δεκτή άποψη ότι είναι απεριόριστο το δικαίωμα της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο.

Κάθε κράτος-μέλος δύναται να θεσπίσει μέτρα που να αποθαρρύνουν την αδικαιολόγητη απουσία του κατηγορουμένου, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην εμφανίζεται εσκεμμένα ο κατηγορούμενος στην επ’ακροατηρίω διαδικασία, επειδή επιθυμεί να αποφύγει την εκτέλεση τυχόν καταδικαστικής εις βάρος του απόφασης. Η ΕΣΔΑ δεν αντιτίθεται στη διεξαγωγή της δίκης εν απουσία του κατηγορουμένου, αλλά απλώς τη θεωρεί ανεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέλθει ανεπανόρθωτη απώλεια του δικαιώματος ακροάσεως, του οποίου έκφανση αποτελεί το δικαίωμα υπερασπίσεως. Η στάση αυτή της ΕΣΔΑ κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη, διότι κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να εκφράσει τις απόψεις του ή έστω να τύχει εκπροσώπησης από συνήγορο της επιλογής του, πριν περατωθεί οριστικά η διαδικασία στο τελευταίο βαθμό (Άρειο Πάγο), χωρίς να υφίστανται ιδιαίτεροι περιορισμοί, εκτός κι αν πρόκειται για ιδιάζουσα περίπτωση απώλειας του δικαιώματος υπεράσπισης λόγω δόλου ή βαριάς αμέλειας του κατηγορουμένου.

Τέλος, με πάγια νομολογία του, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι η άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης στο στάδιο των ενδίκων μέσων (τον τελευταίο βαθμό κατά τον οποίο μπορεί να ακουσθεί ο κατηγορούμενος επί της ουσιαστικής και νομικής βασιμότητας της κατηγορίας) δεν δύναται να εξαρτάται από προηγούμενη υποβολή του ασκούντος το ένδικο μέσο στην εκτέλεση της ποινής που του έχει επιβληθεί πρωτοδίκως, δηλαδή από προηγούμενη σύλληψή του, κατόπιν πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης. Στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο η ανωτέρω θέση στηρίζεται στην παρ.4 του άρθρου 340 ΚΠΔ.

Βιβλιογραφία

Δαλακούρας Θ., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος 1, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας.

Κατσογιάννου Μ., Quo vadis legislator? Η κάμψη της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου και η διά πληρεξουσίου παράσταση στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο: Στην οριογραμμή μεταξύ εναρμόνισης προς τις επιταγές της ΕΣΔΑ και υπερφαλάγγισης του σκοπού της, ΠειρΝομ 1/2016.

Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2002, εκδ. Σάκκουλα.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,